διαγούμισμα

διαγούμισμα
το [διαγουμίζω]
λεηλασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαγούμισμα — το η λεηλασία, η αρπαγή λαφύρων: Το διαγούμισμα του εχθρού αφάνισε το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”